- λεπροκομείο(ν)
- το лепрозорий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπροκομείο — το ιατρ. νοσοκομειακό ίδρυμα για την απομόνωση και θεραπεία τών λεπρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λεπροκομεῖον, μαρτυρείται από το 1860 στον Ιω. Δεκιγάλλα] … Dictionary of Greek
λεπροκομείο — το ειδικό νοσοκομείο για τη νοσηλεία των λεπρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
λαζάριον — λαζάριον, τὸ (Μ) [Λάζαρος] λεπροκομείο, νοσοκομείο … Dictionary of Greek
λωβοκομείο — το λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + κομεῖο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κομείο, νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. λωβοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λωβοτροφείο — το (Α λωβοτροφεῑον) το ίδρυμα ή ο τόπος όπου ζουν οι λεπροί, λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + τροφεῖο ( τροφός < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ιχθυο τροφείο] … Dictionary of Greek
Αργέντης — Επώνυμο λογίων και ενός εθνικού ευεργέτη από τη Χίο. 1. Ευστράτιος (Χίος 1685; – 1756;). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Γερμανία και την Ιταλία. Η πραγματική του κλίση όμως ήταν στη θεολογία. Ως σύμβουλος του… … Dictionary of Greek
Σπιναλόγκα — Μικρό νησί της Κρήτης στη δυτική ακτή του κόλπου του Μιραμπέλλου, γνωστό σήμερα και με το όνομα Καλυδών. Οι Βενετσιάνοι έχτισαν εκεί το 1579, ένα ισχυρότατο φρούριο για την ασφάλεια του λιμανιού της Ελούντας. Στα παλιότερα βενετσιάνικα έγγραφα… … Dictionary of Greek